- όχμος
- ὄχμος και ὀχμός ὁ (Α)1. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού, όγμος*2. οχυρός τόπος, πύργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ- τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. -μος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὄχμος — fortress masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… … Dictionary of Greek